Η 28η Οκτωβρίου 1940 στην Έδεσσα.

 

      Ο  ήχος  της  σειρήνας, που  ήταν  τοποθετημένη  πάνω  στο  παλιό  ρολόι  της  πόλης, αντήχησε        τα  ξημερώματα  εκείνης  της  Δευτέρας  28/10/1940. Ακούστηκε  από  άκρη  σε  άκρη. Από  τον  Σιδηροδρομικό  Σταθμό  μέχρι  το  Βαρόσι, από  τους  προσφυγικούς  συνοικισμούς  μέχρι  τον  Ντερέ.
      Σε  λίγο  άρχισαν  να  ανοίγουν  τα  παράθυρα, οι  πόρτες  κι  άκουγες  από  τους  γείτονες  «Πόλεμος – Πόλεμος». Όλοι, μικροί  και  μεγάλοι  ήταν  προβληματισμένοι. Πως  θα  κατάφερνε  η  μικρή  Ελλαδίτσα  να  φράξει  τον  δρόμο  στις  πανίσχυρες  ορδές  του  Μουσολίνι;
      Η  ατμόσφαιρα  άλλαξε, όταν  μετά  από  λίγες  ώρες  άρχισαν  να  καταφτάνουν  τα  παλικάρια  της  Έδεσσας  και  των  γύρω  χωριών  για  να  καταταγούν. Όταν  σήμερα  λέμε  ότι  τα  φανταράκια  μας  πήγαιναν  στην  πρώτη  γραμμή  «με  το  χαμόγελο  στα  χείλη», δεν  είναι  σχήμα  λόγου. Είναι  το  λιγότερο  που  μπορεί  να  πει  κανείς. Τραγουδούσαν  και  φώναζαν  «Μη  φοβάστε  εμείς  είμαστε  εδώ. Θα  τους  ρίξουμε  στη  θάλασσα». Αυτοί  που  τους  άκουγαν  απορούσαν  με  το  θάρρος  τους.
     Παρ’  όλα  αυτά  μετέδωσαν  την  αισιοδοξία  τους, που  έσπασε  λίγο  τα  χείλη  και  των  πιο  απαισιόδοξων. Παράλληλα  με  τα  παλικάρια, κατέφθαναν  στο  γήπεδο  οι  ταξιτζήδες, οι  ελάχιστοι  που  είχαν  Ι.Χ, οι  φορτηγατζήδες, για  να  παραδώσουν  τα  αυτοκίνητα  τους. Άλλοι  ζητούσαν  να  πάνε  μαζί  και  πήγαν  μερικοί, όπως  ο  ταξιτζής  Γιώργος  Πετρίτσης. Οι  αλωνιστές  και  οι  λίγοι  γαιοκτήμονες  παρέδωσαν  τα  ερπυστριοφόρα  τρακτέρ  τους  για  να  τραβούν  τα  κανόνια, οι  καραγωγείς  τα  κάρα  τους  και  όλοι  οι  αστοί  και  οι  χωρικοί  τα  άλογα  τους.
    Παρ’  όλη  τη  βροχή, όλος  ο  κόσμος  ξεχύθηκε  έξω, προσπαθώντας  να  βρούνε  εφημερίδα  στο  πρακτορείο  του  Τσαϊλά. Ο  εφημεριδοπώλης  Γρηγόρης  Τερζόγλου, ήδη  βρισκόταν  στην  αγορά, φωνάζοντας  «Εεεφημερίδες … Οι  Ιταλοί  μας  κήρυξαν  πόλεμο … Ο  Ιωάννης  Μεταξάς  είπε  Όχι  στον  Ιταλό  πρέσβη»
    Οι  περισσότεροι  εν  τω  μεταξύ  είχαν  φτάσει  στον  Σιδηροδρομικό  Σταθμό, για  να  αποχαιρετήσουν  τα  φανταράκια, τα  αδέρφια  τους, τα  παιδιά  τους, τους  φίλους  τους, που  φεύγανε  για  το  μέτωπο. Ήταν  μια  απερίγραπτα  συγκινητική  στιγμή. Όλοι  αγκαλιάζονταν  και  φιλιόντουσαν. Το  τρένο  αργά, αργά  ξεκίνησε. Τα  παλικάρια  γελούσαν, τραγουδούσαν, φώναζαν  σαν  να  πήγαιναν  σε  πανηγύρι. Οι  δικοί  τους  με  βουρκωμένα  μάτια  τους  φώναζαν  «Στο  καλό, με  την  νίκη».
     Τα  δυο  πρώτα  εικοσιτετράωρα  ήταν  γεμάτα  αγωνία, αλλά  μόλις  μαθεύτηκε  ότι  ο  στρατός  μας  πέρασε  στην  αντεπίθεση, ανέπνευσαν  λίγο. Οι  γυναίκες  στην  Έδεσσα  δημιούργησαν  έναν  σύλλογο  με  το  όνομα  «Η  φανέλα  του  στρατιώτη». Έτσι  άρχισαν  από  το  μικρότερο  κοριτσάκι, μέχρι  τη  μεγαλύτερη  γιαγιά  να  πλέκουν  και  να  στέλνουν  στο  μέτωπο  δέματα  με  μάλλινες  κάλτσες, γάντια, πουλόβερ, κασκόλ  κλπ.
    Όλοι  είχαν  στις  γειτονιές  ραδιόφωνα. Τα  άνοιγαν στη  διαπασών  και  άκουγες  τα  ανακοινωθέντα  από  τον  Ραδιοφωνικό  Σταθμό  του  Τσιγκιρίδη  και  την  βροντερή, αλλά  μελωδική  φωνή  της  Βέμπο, την  ανεπανάληπτη  αυτή  φωνή, να  εμψυχώνει  όλη  την  Ελλάδα  με  τα  υπέροχα  τραγούδια  της.
    Όταν  άρχισαν  οι  πρώτες  μεγάλες  νίκες  του  στρατού  μας, οι  καμπάνες  του  Άη  Δημήτρη  και  της  Μητρόπολης  κόντευαν  να  σπάσουν  στο  διάγγελμα  ότι  πήραμε  την  Κορυτσά, το  Τεπελένι, το  Αργυρόκαστρο, το  Πόγραδετς. Όλοι  ξεχύνονταν  στους  δρόμους, φωνάζοντας  και  ζητωκραυγάζοντας  από  χαρά.
    Η  Έδεσσα  έστειλε  στα  αλβανικά  βουνά  πολλούς  μόνιμους  αξιωματικούς  όπως  ο  Χρ. Ιωάννου, ο  Ιωάννης  Σεραφείμ, ο  Νικήτας  Κυριακόπουλος, ο  Νίκος  Μπουραζάνης, ο  Αρίστος  Μυλωνάς, ο  Περικλής  Γιόφτσης  και  πολλοί  άλλοι.
    Επίσης  σπουδαίο  ρόλο  έπαιξαν  εκείνη  την  εποχή  και  οι  Εδεσσαίες  εθελόντριες  νοσοκόμες.   Με  πρωτοβουλία  της  Σουλτάνας  Σιβένα  και  της  Αικατερίνης  Σεραφείμ  πριν  από  τον  πόλεμο  λειτουργούσε  στην  Έδεσσα  Σχολή  Αδελφών  Νοσοκόμων. Σε  αυτήν  φοιτούσαν  νοσοκόμες  όπως  η  Νίκη  Βαλαμίχου, η  Ελένη  Αυγερινού, η  Χαρούλα  Κυριακοπούλου  και  πολλές  άλλες.

  

Πηγή: Βιβλίο  «Αναμνήσεις  από  την  Παλιά  Έδεσσα» - Λάμπης  Γερεμτζές